συνοχωκότος

συνοχωκότος
συνόχωκα
to be
perf part act masc/neut gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνόχωκα — Α (επικ. αμτβ. παρακμ. τού συνέχω) 1. είμαι συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι («ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε», Ομ. Ιλ.) 2. έχω καταρρεύσει («δέος δ ἕλε πάντας Ἀχαιοὺς τείχεος ὡς ἤδη συνοχωκότος ἐν κονίῃσιν», Κόϊντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. παρακμ. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”